Μικρή αιτία, μεγάλη τραγωδία

ΟΚΤΩ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΠΟΥ ΜΙΑ ΥΠΕΡΑΝΩ ΥΠΟΨΙΑΣ ΜΙΚΡΗ ΑΙΤΙΑ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΕ ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

aciafpmel

Το δυστύχημα της πτήσης 9525 της Germanwings στις Γαλλικές Άλπεις επανέφερε στο προσκήνιο την αλληλουχία γεγονότων που κρύβεται πίσω από κάθε αεροπορική τραγωδία.

Ήδη οι πρώτες φωνές μιλούν με σαφήνεια για 8λεπτη πάλη των χειριστών με ένα αεροσκάφος που θεωρείται από τα ασφαλέστερα – αν όχι το ασφαλέστερο – και σίγουρα ένα από τα δημοφιλέστερα παγκοσμίως, καθώς κάπου στον κόσμο απογειώνεται ένα μέλος της οικογένειας του Airbus A320 κάθε δύο δευτερόλεπτα. Φυσικά είναι νωρίς ακόμα να μιλήσει κανείς με βεβαιότητα για το αν πρόκειται για ανθρώπινο λάθος ή μηχανική βλάβη, αν και ομολογουμένως η παλαιότητα του αεροσκάφους θα μπορούσε να δημιουργήσει προβλήματα σε συνθήκες ελλιπούς συντήρησης.

Πριν από έξι χρόνια ολόκληρος ο κόσμος παρακολουθούσε εντυπωσιασμένος την μοναδική στα χρονικά προσθαλάσσωση ενός Airbus A320 της US Airways (πτήση 1549) στον ποταμό Χάντσον της Νέας Υόρκης, άθλος που οφειλόταν βέβαια στην εξαιρετική εκπαίδευση και συμπεριφορά των χειριστών, αλλά εν μέρει και στα πατενταρισμένα αυτοματοποιημένα συστήματα του αεροσκάφους που φρόντισαν ώστε να μην υποστεί απώλεια στήριξης, κάτι που θα οδηγούσε με μαθηματική βεβαιότητα στη συντριβή του.

Κι όμως, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στην ιστορία της αεροπορίας που μικρά ή μεγάλα λάθη οδήγησαν στην τραγωδία:

Στις 16 Αυγούστου του 1987, ένα McDonnell Douglas MD-82 απογειώθηκε ως πτήση 255 της Northwest Airlines από το Μητροπολιτικό Αεροδρόμιο του Ντιτρόιτ με 155 επιβαίνοντες. Οι δύο έμπειροι χειριστές, αμελώντας να ελέγξουν επαρκώς τα παρεχόμενα checklists πριν την απογείωση προσπάθησαν να απογειώσουν το αεροσκάφος χωρίς να έχουν εκτείνει τα flaps και τα slats στα φτερά, με αποτέλεσμα το αεροσκάφος να συντριβεί ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή του. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την έρευνα και προκειμένου να αποφεύγουν ενοχλητικούς συναγερμούς, το πλήρωμα είχε απενεργοποιήσει ένα κρίσιμο διακόπτη που θα μπορούσε να τους έχει προειδοποιήσει για το λάθος τους. Μοναδική επιζήσασα η 4χρονη Σεσίλια Σίαν, η οποία έχασε ολόκληρη την οικογένειά της στο δυστύχημα.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 31 Αυγούστου 1988, ένα Boeing 727 της Delta Air Lines (πτήση 1141) συνετρίβη για τον ίδιο ακριβώς λόγο στο αεροδρόμιο του Ντάλλας, στο Τέξας των Ηνωμένων Πολιτειών. Τραγική ειρωνία, ελάχιστα λεπτά πριν την μοιραία προσπάθεια απογείωσης οι χειριστές συζητούσαν με μία αεροσυνοδό για τις “ερωτικές συνήθειες” των μελών του πληρώματος και για μία άλλη πτήση που είχε συντριβεί, συζητώντας τι θα έλεγαν στον καταγραφέα συνομιλιών σε περίπτωση ατυχήματος, παραβιάζοντας ξεκάθαρα τους κανόνες περί «αποστειρωμένου» πιλοτηρίου (δηλαδή πιλοτήριο στο οποίο δεν υπάρχουν συζητήσεις που δεν αφορούν αποκλειστικά την πτήση και τίποτε άλλο).

Στις 29 Δεκεμβρίου 1972, στη Φλόριδα των ΗΠΑ, η πτήση 401 της Eastern Air Lines, ένα Lockheed L-1011 Tristar (εκείνη την εποχή ένα από τα πιο εξελιγμένα τζετ) κατευθύνεται για προσγείωση στο αεροδρόμιο του Μαϊάμι. Όταν το πλήρωμα κατεβάζει τους τροχούς για την προσγείωση, αντιλαμβάνεται πως κάτι δεν πηγαίνει καλά: η μία από τις τρεις λυχνίες ενημέρωσης για το αν έχουν κλειδώσει τα σκέλη δεν έχει ανάψει. Ο κυβερνήτης ζητά άδεια από τον πύργο ελέγχου να μπει σε κυκλική πορεία αναμονής λίγο πιο μακριά από το αεροδρόμιο, ενώ και τα τέσσερα μέλη πληρώματος καταβάλλουν προσπάθειες να επιδιορθώσουν το πρόβλημα. Μία τυχαία κίνηση του κυβερνήτη στο πηδάλιο έχει ως αποτέλεσμα την αποσύνδεση μέρους του αυτόματου πιλότου και τη σταδιακή – ανεπαίσθητη – κάθοδο του αεροσκάφους από τα 2000 πόδια. Όταν πλέον το αεροσκάφος βρίσκεται σε υψόμετρο μικρότερο των 150 ποδών, το πλήρωμα αντιλαμβάνεται την κρίσιμη κατάσταση αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Το L-1011 συντρίβεται στον τεράστιο ρηχό βάλτο των Everglades, όπου βρίσκουν το θάνατο 101 από τους 176 επιβάτες και πλήρωμα. Τελικά, σύμφωνα με το πόρισμα των ερευνητών, δεν υπήρξε καμία δυσλειτουργία του συστήματος προσγείωσης, παρά μόνο ένα καμμένο λαμπάκι στη λυχνία.

 

To πιο πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα όλων των εποχών, η σύγκρουση των δύο Boeing 747 στο διάδρομο απογείωσης του αεροδρομίου της Τενερίφης στα Κανάρια Νησιά στις 27 Μαρτίου 1977 με 583 νεκρούς ξεκίνησε χωρίς τίποτε να προμηνύει αυτό που θα γινόταν. Λίγο πριν την προσγείωσή τους στο αεροδρόμιο του Γκραν Κανάρια, του μεγαλύτερου νησιού του συμπλέγματος, μια προειδοποίηση για βόμβα έστειλε τα δύο τζάμπο στην Τενερίφη. Μερικές ώρες αργότερα και αφού το αεροδρόμιο στο Γκραν Κανάρια άνοιξε ξανά, η πτήση 4805 της KLM βρίσκεται έτοιμη για απογείωση στην αρχή του διαδρόμου, ενώ η πτήση 1736 της Pan Am χρησιμοποιεί τον διάδρομο προκειμένου να τροχοδρομήσει πίσω από την KLM. Χωρίς καμία προειδοποίηση και χωρίς να λάβει άδεια απογείωσης, σε συνθήκης πυκνής ομίχλης και εξαιρετικά χαμηλής ορατότητας, ο κυβερνήτης και εκπαιδευτής της KLM επιταχύνει το 360 τόννων τζετ στο διάδρομο, παρά τις αμφιβολίες του συγκυβερνήτη και του μηχανικού στο κόκπιτ για το αν το 747 της Pan Am έχει ολοκληρώσει την τροχοδρόμησή του και έχει βγει από τον διάδρομο. Μόλις εμφανίζεται μπροστά του το τζάμπο της Pan Am, ο Ολλανδός κυβερνήτης προσπαθεί να απογειωθεί (τόσο απότομα που η ουρά έξυσε τον διάδρομο για αρκετές δεκάδες μέτρα), το μεγάλο βάρος όμως και η ταχύτητα δεν επέτρεψαν την ασφαλή απομάκρυνσή του και τα σκέλη του ολλανδικού τζάμπο προσκρούουν στην άτρακτο του αμερικανικού 747 με ταχύτητα 260 χιλιομέτρων την ώρα. Το 747 της KLM συνετρίβη 150 μέτρα πιο κάτω από το σημείο της πρόσκρουσης και η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή, ώστε οι διασώστες δεν αντιλήφθηκαν για περισσότερη από μισή ώρα ότι ελάχιστα μέτρα παρακάτω φλεγόταν και δεύτερο 747, αυτό της Pan Am. Ο κυβερνήτης της KLM ήταν μάλιστα τόσο ψηλά στην ιεραρχία της εταιρείας, ώστε μόλις μαθεύτηκε η είδηση η KLM τον πρότεινε ως εκπρόσωπό της στην επιτροπή διερεύνησης – λίγο πριν μάθει πως ήταν ο ίδιος ο κυβερνήτης που έχασε τη ζωή του στο δυστύχημα.

Το βράδυ της 2ας Οκτωβρίου 1996, στη Λίμα του Περού, οι δύο χειριστές του Boeing 757 της Aeroperú που εκτελεί την πτήση 603 ξεκινούν τη συνηθισμένη διαδικασία απογείωσης με προορισμό το Σαντιάγο της Χιλής. Οι 68 επιβαίνοντες της νυχτερινής πτήσης αγνοούν ότι, δευτερόλεπτα μετά την απογείωση το αεροσκάφος έχει αρχίσει να εμφανίζει διαδοχικές δυσλειτουργίες και λανθασμένες ενδείξεις στους χειριστές του. Σύντομα εμφανίζονται συναγερμοί και προειδοποιητικοί ήχοι γεμίζουν το πιλοτήριο, οι περισσότεροι για αντικρουόμενες καταστάσεις: υπερβολική ταχύτητα, μικρή ταχύτητα, χαμηλό υψόμετρο, λανθασμένη ρύθμιση του πηδαλίου. Ο πύργος ελέγχου προσπαθεί να τους βοηθήσει, ωστόσο το ραντάρ του λαμβάνει από το αεροσκάφος λανθασμένες ενδείξεις ταχύτητας και υψομέτρου. Ενώ ο υπολογιστής του αεροσκάφους αναφέρει υψόμετρο 9.700 ποδιών, 25 λεπτά μετά την απογείωση το αεροσκάφος προσκρούει στο νερό, με 70 απώλειες. Η διερεύνηση για τα αίτια του δυστυχήματος ανακαλύπτει σύντομα ένα τραγικό εύρημα: όργανα στο εξωτερικό του αεροσκάφους που μετρούν την ταχύτητα και την ατμοσφαιρική πίεση (για τον προσδιορισμό του υψόμετρου) είναι καλυμμένα με μονωτική ταινία. Η ταινία τοποθετήθηκε εκεί από το συνεργείο καθαρισμού προκειμένου να προστατευθούν τα ευαίσθητα όργανα του αεροσκάφους, δεν αφαιρέθηκε όμως ποτέ, ούτε και έγινε αντιληπτή από το πλήρωμα.

Βραδυνές ώρες της 23ης Μαρτίου 1994, πάνω από τη Σιβηρία και κατά τη διάρκεια της πτήσης 593 της Aeroflot από τη Μόσχα στο Χονγκ Κονγκ, οι περισσότεροι από τους 63 επιβάτες έχουν κοιμηθεί. Εκτός από τρεις, ένα συνάδελφο και τα δύο παιδιά του κυβερνήτη Γιάροσλαβ Κουντρίνσκι, που αποφασίζουν να επισκεφθούν τον πατέρα τους στο θάλαμο διακυβέρνησης. Κόντρα σε κάθε κανόνα ασφάλειας αλλά και λογική, ο κυβερνήτης αφήνει τα παιδιά του να καθίσουν στη θέση του. Ο 16χρονος γιος του, στην προσπάθειά του να στρίψει το πηδάλιο απενεργοποιεί κομμάτι του αυτόματου πιλότου και το αεροσκάφος αρχίζει σταδιακά να παίρνει κλίση. Ουδείς προσέχει τι συμβαίνει και σύντομα το αεροσκάφος Airbus A310 αρχίζει να βγαίνει εκτός των σχεδιαστικών του ορίων παίρνοντας κλίση 45 μοιρών. Σύντομα το αεροσκάφος εισέρχεται σε κατάσταση απώλειας στήριξης. Ο συγκυβερνήτης μαζί με τον 16χρονο καταφέρνουν να βάλουν το αεροσκάφος να πραγματοποιήσει βουτιά προκειμένου να επανέλθει η ταχύτητα και να μειωθούν οι τιμωρητικές βαρυτικές δυνάμεις που κρατούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή όλους τους επιβαίνοντες ακίνητους στις θέσεις τους, ο κυβερνήτης επανέρχεται στη θέση του και καταφέρνει να σταθεροποιήσει το αεροσκάφος, το οποίο ωστόσο έχει χάσει αρκετό ύψος και εν τέλει συντρίβεται σε ορεινό όγκο της Σιβηρίας.

Πιο πρόσφατα, την 1η Ιουνίου 2009 εξαφανίζεται από τα ραντάρ η πτήση 447 της Air France πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μία διετής προσπάθεια ανεύρεσης του αεροσκάφους στέφεται εν τέλει από επιτυχία, μια δυσάρεστη έκπληξη περιμένει ωστόσο τους ερευνητές που μελετούν προσεκτικά τα δεδομένα του καταγραφέα συνομιλιών. Κατά τη διάρκεια της πτήσης, ένας σωλήνας pitot (εξωτερικό όργανο που μετρά την ταχύτητα) δυσλειτουργεί για λιγότερο από ένα λεπτό, προκαλώντας την απενεργοποίηση του αυτόματου πιλότου. Οι χειριστές αντιδρούν λανθασμένα στη βλάβη και προσπαθούν να σηκώσουν τη μύτη του αεροσκάφους, προκαλώντας ραγδαία πτώση της ταχύτητάς του. Η απώλεια στήριξης του Airbus A330 είναι διαχειρίσιμη λόγω του μεγάλου υψομέτρου, η απειρία ωστόσο και τα λάθη των χειριστών καθιστούν το μοιραίο αναπόφευκτο. Παρά τις αντίθετες εντολές που είχε λάβει, ο συγκυβερνήτης Πιερ-Σεντρίκ Μπονάν διατήρησε τη μύτη του αεροσκάφους σε ψηλή θέση, κόντρα και στην εκπαίδευση που είχε λάβει, συντηρώντας την απώλεια στήριξης μέχρι την πρόσκρουση στο νερό και χωρίς οι άλλοι δύο χειριστές να γνωρίζουν τι ακριβώς έκανε.

Τέλος, στις 7 Σεπτεμβρίου 2011 στο αεροδρόμιο Τουνόσνα της Ρωσίας, ένα Yakovlev Yak-42 της Yak Services συνετρίβη δευτερόλεπτα μετά την απογείωσή του, καθώς σύμφωνα με το πόρισμα των ερευνητών ο κυβερνήτης κράτησε, χωρίς να το καταλάβει το ένα πόδι του (στο οποίο είχε εγχειριστεί και άρα απαγορευόταν να πετάξει) στο πεντάλ του ποδόφρενου, μην επιτρέποντας στο αεροσκάφος να φτάσει στην απαιτούμενη ταχύτητα απογείωσης. Το δυστύχημα στέρησε τη ζωή σε όλη την ομάδα χόκεϊ επί πάγου Λοκομοτίβ Γιάροσλαβλ, θυμίζοντας την αεροπορική τραγωδία στο αεροδρόμιο του Μονάχου το 1958, που στέρησε τη ζωή σε οκτώ ποδοσφαιριστές της Manchester United, ο μεγαλύτερος σε ηλικία εκ των οποίων ήταν μόλις 28 ετών (από εκεί προήλθε και το προσωνύμιο «Μπέμπηδες» που συνοδεύει έκτοτε την ομάδα).

Εκτύπωση Εκτύπωση e-mail e-mail